Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βύσσινο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βύσσινο το [vísino] Ο41 : καρπός σφαιρικού σχήματος, λίγο πιο μικρός από το κεράσι, που έχει σκούρο κόκκινο χρώμα και γεύση γλυκόξινη: Bύσσινα για γλυκό. Ο λεκές από το ~ δε βγαίνει εύκολα. || το γλυκό που παρασκευάζεται από βύσσινα: Mας κέρασαν γλυκό ~. ΦΡ να λείπει / να μένει το ~, για μη αποδοχή πρότασης, προσφοράς που ο αποδέκτης την κρίνει ως ασύμφορη, βλαπτική (για τον εαυτό του): Mου πρότεινε να δουλέψουμε μαζί αλλά να λείπει το ~.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. βύσσινος `πορφυρός΄]

[Λεξικό Κριαρά]
βύσσινον το.
  • (Συν. στον πληθ.) ένδυμα από εκλεκτό λινό:
    • (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Αποκάλ. Ιω. ιθ´ 14).

[μτγν. ουσ. βύσσινον (L‑S, λ. ος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες