Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βύσμα το [vízma] Ο48 : 1. (ηλεκτρολ.) εξάρτημα στην άκρη καλωδίου που εισάγεται σε κατάλληλη υποδοχή των ηλεκτρικών συσκευών και τις τροφοδοτεί με ρεύμα· (πρβ. φις): Bάζω / βγάζω το ~. Tηλεφωνικό ~, μικρό κυλινδρικό στέλεχος που μπαίνει σε ειδική υποδοχή και αποκαθιστά την τηλεφωνική επαφή. ~ μπανάνα*. 2. (ιατρ.) α. πώμα συνήθ. από γάζα και βαμβάκι, με το οποίο φράζονται διάφορα σημεία ή κοιλότητες του σώματος που αιμορραγούν. β. μάζα από κυψελίδα και σκόνη που σχηματίζεται στο εσωτερικό του αυτιού. 3. (προφ.) α. το μέσο1: Έβαλα ~ για να κόψω τη μετάθεση στα σύνορα. β. αυτός που χρησιμοποιεί πλάγια μέσα: Είναι μεγάλο ~, ο θείος του είναι στρατηγός.
[λόγ. < αρχ. βύσμα `βούλωμα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βυσμάτωμα το [vizmátoma] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια και ιδίως το αποτέλεσμα του βυσματώνω: Tέτοιο ~ δεν είχα φάει ούτε όταν ήμουν νέος στη μονάδα.
[βυσματώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βυσματώνω [vizmatóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) χρησιμοποιώ πλάγια μέσα για να αποκτήσω μια θέση ή προνόμια με αποτέλεσμα να τα στερηθεί κάποιος άλλος: Θα έπαιρνα άδεια αυτή τη βδομάδα αλλά με βυσμάτωσαν.
[βυσματ- (βύσμα) -ώνω]