Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βύνη η [víni] Ο30 : ο καρπός του κριθαριού που η βλάστησή του έχει διακοπεί με ειδική επεξεργασία (ελαφρό καβούρντισμα): H ~ χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παρασκευή μπίρας.
[λόγ. < ελνστ. βύνη]