Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βύθος το [víθos] Ο46 : (λαϊκότρ.) η κατάσταση νάρκης, λήθαργου, κώματος λόγω εξάντλησης, ασθένειας: Ο άρρωστος έπεσε σε ~.
[μσν. βύθος < βυθ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βυθός ο [viθós] Ο17 : 1. το στερεό έδαφος που πάνω του βρίσκεται ο υδάτινος όγκος των θαλασσών, ποταμών και λιμνών· πυθμένας: Ομαλός / ανώμαλος / επικλινής ~. Tο ναυάγιο έμεινε για αιώνες στο βυθό της θάλασσας. Aνέσυραν το πτώμα από το βυθό της λίμνης. 2. τα κατώτερα, βαθύτερα στρώματα της θάλασσας: Ψάρια / οργανισμοί του βυθού. Aποστολές / όργανα εξερεύνησης του βυθού. || H μέθη* του βυθού / των δυτών. || (στρατ.) Bόμβα βυθού, ειδικός εκρηκτικός μηχανισμός, κατάλληλος για την προσβολή υποβρύχιων στόχων.
[αρχ. βυθός]
[Λεξικό Κριαρά]
- βύθος το.
-
- 1) (Προκ. για νερό) βυθός:
- το βύθος της θαλάσσης (Ασσίζ. 29924).
- 2) Βάθος:
- (Πικατ. 198).
- 3) Λήθαργος, νάρκη:
- εχάθηκε στου πόνου της το βύθος (Ερωτόκρ. Ε´ 966).
- 4) Φρ.
- α) βάνω ή βάλλω στα βύθη = βυθίζω:
- (Αχέλ. 388)·
- β) διαβαίνω εις τα βύθη = εξαφανίζομαι:
- (Αχέλ. 1177)·
- γ) μπαίνω εις βύθος κινδύνων = κινδυνεύω:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. Προς Αναγν. 34)·
- δ) βυθίζομαι στα βύθη = χάνομαι:
- (Σκλάβ. 226)·
- ε) πηγαίνω μέσα στα βύθη του Άδη = σκοτώνομαι:
- (Διγ. O 278).
- α) βάνω ή βάλλω στα βύθη = βυθίζω:
[<βυθίζω κατά το βάθος. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) (Προκ. για νερό) βυθός:
[Λεξικό Κριαρά]
- βυθός ο.
-
- Βυθός, πυθμένας:
- (Φυσιολ. (Legr.) 505)·
- (σε μεταφ.):
- μη καταβαπτίζεσθαι βυθῴ της αγνωσίας (Γλυκά, Στ. 7).
[αρχ. ουσ. βυθός. Η λ. και σήμ.]
- Βυθός, πυθμένας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βυθοσκόπηση η [viθoskópisi] Ο33 : η εξέταση με κατάλληλα όργανα του βυθού της θάλασσας, των ποταμών και των λιμνών.
[λόγ. βυθοσκοπη- (βυθοσκοπώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βυθοσκόπιο το [viθoskópio] Ο42 : όργανο κατάλληλο για την παρατήρηση του βυθού της θάλασσας σε μικρό βάθος· γυαλί2β.
[λόγ. βυθο(σκο πώ) -σκόπιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βυθοσκοπώ [viθoskopó] -ούμαι Ρ10.9 : εξετάζω με κατάλληλα όργανα το βυθό της θάλασσας, των ποταμών και των λιμνών.
[λόγ. βυθ(ός) -ο- + -σκοπώ]