Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βύζαγμα το [vízaγma] Ο49 : (οικ.) 1α. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βυζαίνω· θηλασμός: Tο ~ του μωρού. β. ρούφηγμα με τα χείλια· πιπίλισμα: Tο ~ του δάχτυλου / της πιπίλας. 2. (μτφ.) συστηματική απόσπαση χρημάτων και γενικότερα ωφελημάτων, κερδών από κπ. (συνήθ. με επιλήψιμο τρόπο)· άρμεγμα.
[βυζακ- (βυζαίνω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]