Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βότσαλο το [vótsalo] Ο41 : μικρή πέτρα, στρογγυλεμένη από το νερό, στις όχθες θαλασσών, ποταμών και λιμνών: Tα βότσαλα της άμμου. Έριχνε / πετούσε βότσαλα στη λίμνη / στη θάλασσα.
βοτσαλάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. βήσσαλον(;) `τούβλο΄ < υστλατ. (laterculus) bessalis ( [-ális] ) `τούβλο οχτώ ιντσών΄(;)]