Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βότανο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βότανο το [vótano] Ο42 : 1. φυτό με ιδιότητες: α. θεραπευτικές, φαρμακευτικές: Πολλά φάρμακα έχουν ως βασικό τους συστατικό τα βότανα. β. μαγικές, υπερφυσικές: Tο ~ της αγάπης / της νιότης. || (επέκτ.) φάρμακο ή φίλτρο που παρασκευάζεται από βότανα και έχει τις αντίστοιχες ιδιότητες: Tου ΄δωσε ~ και τον ξελόγιασε. 2. κάθε ποώδες, αυτοφυές φυτό. || (ειδικότ.) ζιζάνιο.

[μσν. βότανον < βοταν(ίζω) -ον (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
βότανο(ν) το.
  • 1) (Γεν.) χόρτο, συν. με ποώδες στέλεχος:
    • βότανα τα θεραπευτικά (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 20033
    • Τα βότανα ελαλούδιζαν (Διγ. Esc. 1061).
  • 2) Βοτάνι θεραπευτικό· γιατρικό:
    • τους πάντας γαρ ιάτρευε με βότανα εκείνος (Θησ. Γ´ [254]).
  • 3) Βοτάνι με μαγικές ιδιότητες:
    • Βότανον έκαμ’ ο θεός τεχνίτες να το φάσι (Αιτωλ., Μύθ. 1021).

[<ουσ. βοτάνη. Η λ. (ον) τον 4. αι. (LBG) και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοτανολογία η [votanolojía] Ο25 : (παρωχ.) βοτανική.

[λόγ. < γαλλ. botanologie < αρχ. βοτάν(η) -ο- + -logie = -λογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοτανολογικός -ή -ό [votanolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη βοτανολογία ή στο βοτανολόγο: Bοτανολογικό σύγγραμμα.

[λόγ. < γαλλ. botanologique < botano log(ie) = βοτανολογ(ία) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοτανολόγος ο [votanolóγos] Ο18 θηλ. βοτανολόγος [votanolóγos] Ο35 : αυτός που ασχολείται συστηματικά με τα βότανα ή με τα φυτά.

[λόγ. βοτανο(λογία) -λόγος (διαφ. το μσν. βοτανολόγος `που συλλέγει βότανα΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες