Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βόσκω [vósko] Ρ αόρ. βόσκησα, απαρέμφ. βοσκήσει & βοσκώ [voskó] & -άω Ρ10.1α : 1. (για φυτοφάγα ζώα) αναζητώ, τρώω την τροφή μου, τρέφομαι: Tα πρόβατα βόσκουν ήσυχα στο λιβάδι. 2. οδηγώ στη βοσκή ζώα, τα επιτηρώ ενώ βόσκουν: ~ πρόβατα / γίδια. Ή θα μάθεις γράμματα ή θα σε στείλω να βόσκεις πρόβατα. 3. (μτφ.) περιπλανιέμαι, περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί: Πού έβοσκες τόσες μέρες; Πού βόσκει το μυαλό σου;
[αρχ. βόσκω· μσν. βοσκώ < αρχ. βόσκω μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ώ με βάση το συνοπτ. θ. βοσκησ- κατά το σχ.: πηδησ- (πήδησα) - πηδώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- βόσκω· υποτ. αορ. (να) βουσκήσω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- α) (Προκ. για βοσκό) επιτηρώ (τα ζώα που βόσκουν), τρέφω, περιποιούμαι:
- (Πεντ. Γέν. ΧΧΧVI 24)·
- β) (προκ. για χωράφι) προκαλώ ζημία βόσκοντας:
- να απεστείλει (ενν. ανήρ) το χτήνο του και να βουσκήσει εις χωράφι αλλουνού (Πεντ. Έξ. XXII 4).
- α) (Προκ. για βοσκό) επιτηρώ (τα ζώα που βόσκουν), τρέφω, περιποιούμαι:
- Β´ (Αμτβ., προκ. για ζώα) τρώγω, τρέφομαι:
- (Αιτωλ., Μύθ. 591).
- Α´ Μτβ.
- II. (Μέσ., αμτβ.) τρώγω, τρέφομαι:
- (Συναξ. γυν. 96).
[αρχ. βόσκω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.