Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βόρβορος ο [vórvoros] Ο20α : 1. βρομερή λάσπη, βούρκος1. 2. (μτφ.) το έσχατο σημείο ηθικής κατάπτωσης, διαφθοράς· βούρκος2: Kυλίστηκε / βούλιαξε στο βόρβορο της ακολασίας / της διαφθοράς.
[λόγ. < αρχ. βόρβορος]
[Λεξικό Κριαρά]
- βόρβορος ο· πληθ. βόρβορα.
-
- Βρομερή λάσπη, βούρκος:
- (Ιστ. Βλαχ. 198)·
- (προκ. για τον Άδη):
- να σ’ εγκρεμνίσουσιν στο σκότος του βορβόρου (Περί ξεν. 470).
[αρχ. ουσ. βόρβορος. Η λ. και σήμ.]
- Βρομερή λάσπη, βούρκος: