Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βόμβος ο [vómvos] Ο18 : 1. υπόκωφος και συνεχής ήχος· βούισμα: Ο ~ της μηχανής του αεροπλάνου. Ο ~ των μελισσών. 2. (ιατρ.) το βούισμα των αυτιών.
[λόγ. < αρχ. βόμβος (ηχομιμ., προφ. [bombos] )]