Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βόλος ο [vólos] Ο18 : μικρή σφαίρα συνήθ. από γυαλί ή πορσελάνη· μπίλια, γκαζιά. || (πληθ.) ονομασία παιδικών παιχνιδιών που παίζονται με μπίλιες.
[αρχ. βῶλος `σβόλος χώμα΄ (σύγκρ. σβόλος) (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- βόλος ο.
-
- Ρίξιμο (βλ. και κόττος φρ.):
- «κόττου βόλου» (Προδρ. IV 491 χφφ PK κριτ. υπ).
[αρχ. ουσ. βόλος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ρίξιμο (βλ. και κόττος φρ.):