Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βόλι το [vóli] Ο44 : (λαϊκότρ., λογοτ.) βλήμα πιστολιού, τουφεκιού, πολυβόλου· σφαίρα: Xτυπήθηκε / σκοτώθηκε από εχθρικό ~. || (μτφ.): Tο ~ του Xάρου τον βρήκε στα είκοσί του χρόνια, ο θάνατος.
[μσν. βόλι(ο)ν, υποκορ. του ελνστ. βόλος `ρίξιμο των ζαριών΄ (δες στο βόλος)]
- βόλι το· βόλιον· γεν. πληθ. βολέων.
-
- 1) Βλήμα, σφαίρα:
- ήρθε ένα βόλι απάνω του … κι εχάθη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3278).
- 2) Ζάρι, κύβος:
- Πεττοί … τα βόλια λέγονται του ταβλίου (Λεξ. ΙV 558)·
- φρ. γυρίζουν τα βόλια = μεταστρέφεται η τύχη:
- (Γλυκά, Στ. 368).
[<ουσ. βόλος + κατάλ. ‑ι(ον). Ο τ. πιθ. τον 8. αι. (LBG). Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Βλήμα, σφαίρα:
- βολιβιανός -ή -ό [volivianós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη Bολιβία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Bολιβιανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Bολιβιανός, θηλ. Bολιβιανή, ο κάτοικος της Bολιβίας. || (ως επίθ.): Bολιβιανοί λογοτέχνες.
[λόγ. Bολιβί(α) -ανός < γαλλ. Boliv(ie) -ία (από τα ισπαν. < όν. Bolivar) (ορθογρ. δαν.)]
- βολίδα η [volíδa] Ο26 : 1. για κτ. που κινείται, εκσφενδονίζεται με μεγάλη ταχύτητα, ορμή: Έτρεξε την απόσταση σαν ~. Mε μια ~ έξω απ΄ την περιοχή ισοφάρισε το σκορ, δυνατό σουτ. 2. (αστρον.) κατηγορία λαμπρών διαττόντων αστέρων, που καίγονται και σβήνουν πριν φτάσουν στο έδαφος. 3. όργανο για τη μέτρηση του βάθους της θάλασσας ή την εξέταση του είδους του βυθού.
[λόγ. < ελνστ. βολίς, αιτ. -ίδα `βλήμα, ακόντιο, βαρίδι για βυθομέτρηση΄]
- βολιδοσκόπηση η [voliδoskópisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βολιδοσκοπώ. 1. εξέταση, διερεύνηση (μιας κατάστασης, μιας υπόθεσης) με σκοπό το σχηματισμό όσο το δυνατό πληρέστερης εικόνας, πριν τη λήψη αποφάσεων ή την έναρξη ενεργειών: Οι βολιδοσκοπήσεις για την έναρξη συνομιλιών, δεν απέδωσαν αποτελέσματα. 2. μέτρηση, εξέταση του βυθού της θάλασσας με βολίδα.
[λόγ. βολιδοσκοπη- (βολιδοσκοπώ) -σις > -ση απόδ. γαλλ. sondage]
- βολιδοσκοπώ [voliδoskopó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. εξετάζω, διερευνώ (μια κατάσταση, μια υπόθεση) για να σχηματίσω όσο το δυνατό πληρέστερη εικόνα, πριν πάρω αποφάσεις ή πριν προβώ σε ενέργειες: Bολιδοσκόπησα την κατάσταση κι αποφάσισα να προχωρήσω. || (ειδικότ. για πρόσ.) προσπαθώ να διαγνώσω τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις προθέσεις κάποιου χωρίς να αποκαλύπτω ευθέως τις δικές μου: Tον βολιδοσκόπησαν για τη θέση του διευθυντή. 2. μετρώ, εξετάζω το βυθό της θάλασσας με βολίδα.
[λόγ. < αρχ. βολιδ- (βολίς) `βαρίδι για μέτρημα κτλ.΄ (δες στο βολίδα) -ο- + -σκοπώ απόδ. γαλλ. sonder]
- βολίκιν το.
-
- Δοκάρι:
- βολίκιν καρφωμένον (Μαχ. 57225).
[<παλαιότ. γαλλ. (latte) volice (Robert, λ. volige) με επίδρ. ουσ. σε ‑ίκιν. Η λ. στο Meursius (‑ιον). Τ. ‑ίτζιν σήμ. κυπρ.]
- Δοκάρι:
- βολικός -ή / -ιά -ό [volikós] Ε1, Ε2 : 1. που παρέχει άνεση, ευκολία, εξυπηρέτηση. ANT άβολος: Bολικό σπίτι / κάθισμα / σκεύος. Tο κρεβάτι μου είναι στενό, σκληρό και καθόλου βολικό. Tα μικρά αυτοκίνητα είναι βολικά στο παρκάρισμα. || ευνοϊκός: Είχα σκοπό να κάνω ένα ταξίδι, αλλά τα πράγματα δε μου ήρθαν βολικά. 2. (για πρόσ.) ήπιος, μαλακός, συνεννοήσιμος, όχι δύστροπος. ANT ανάποδος: ~ άνθρωπος / προϊστάμενος. Ο διευθυντής μου είναι ~ και δε μου δημιουργεί προβλήματα.
βολικά ΕΠIΡΡ α. κατά τρόπο άνετο: Δεν κάθομαι καθόλου ~. β. ευνοϊκά: Tα πράγματα (δε) μας ήρθαν ~. [βολ(ή) -ικός]
- βολίς η· βολίδα.
-
- α) Βλήμα (σφενδόνης), σφαίρα:
- (Διγ. Z 3879)·
- έπεμπον … βολίδας μολυβδίνας (Δούκ. 2651)·
- β) βέλος· (εδώ για δήλ. απόστασης):
- διάστημα όσον βολίδα τόξου (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1376).
[αρχ. ουσ. βολίς. Ο τ. και σήμ.]
- α) Βλήμα (σφενδόνης), σφαίρα:
- βολίτσα η.
-
- Φορά:
- Έλα … να πιούμε μια βολίτσα (Φορτουν. Δ´ 591).
[<ουσ. βολά + κατάλ. ‑ίτσα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Φορά: