Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βόθρος ο [vóθros] Ο18 : τεχνητός, σκεπασμένος λάκκος, στον οποίο διοχετεύονται και συγκεντρώνονται (οι οικιακές κυρίως) ακαθαρσίες: Ο ~ γέμισε, πρέπει να τον αδειάσουμε. Εκκενώσεις βόθρων. || (μτφ.) για άτομο αθυρόστομο: Έχει ένα στόμα βόθρο.
[λόγ. < αρχ. βόθρος `λάκκος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- βόθρος ο.
-
- Λάκκος, όρυγμα στο έδαφος:
- (Φυσιολ. (Legr.) 898)·
- (μεταφ.):
- βόθρου … του της πενίας (Προδρ. III 279).
[αρχ. ουσ. βόθρος. Η λ. και σήμ.]
- Λάκκος, όρυγμα στο έδαφος: