Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βωμολοχία η [vomoloxía] Ο25 : (λόγ.) αισχρά, άσεμνα ή χυδαία λόγια, βρισιές: Aπαγορεύεται η ~. Ξεστόμισε ένα σωρό βωμολοχίες, που μ΄ έκα νε να κοκκινίσω από ντροπή.
[λόγ. < αρχ. βωμολοχία]