Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βυτιοφόρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυτιοφόρο το [vitiofóro] Ο39 : ειδικά διαρρυθμισμένο φορτηγό όχημα που διαθέτει βυτίο για τη μεταφορά υγρών σε μεγάλες ποσότητες: Σύγκρουση βυτιοφόρου με επιβατικό αυτοκίνητο. || (ως επίθ.): ~ όχημα.

[λόγ. βυτί(ον) -ο- + -φόρον, ουδ. του -φόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες