Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βυτιοφόρο το [vitiofóro] Ο39 : ειδικά διαρρυθμισμένο φορτηγό όχημα που διαθέτει βυτίο για τη μεταφορά υγρών σε μεγάλες ποσότητες: Σύγκρουση βυτιοφόρου με επιβατικό αυτοκίνητο. || (ως επίθ.): ~ όχημα.
[λόγ. βυτί(ον) -ο- + -φόρον, ουδ. του -φόρος]