Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βυτίο το [vitío] Ο39 : 1. δοχείο μεγάλων διαστάσεων και συνήθ. κυλινδρικού σχήματος για αποθήκευση και μεταφορά υγρών: Tο πετρέλαιο μεταφέρεται σε μεγάλα βαγόνια βυτία. 2α. το περιεχόμενο ενός βυτίου: Tο χειμώνα κάψαμε ένα ~ πετρέλαιο. β. το όχημα επάνω στο οποίο είναι προσαρμοσμένο το βυτίο· βυτιοφόρο.
[λόγ. επίδρ. στη λ. βουτσί (δες λ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βυτιοφόρο το [vitiofóro] Ο39 : ειδικά διαρρυθμισμένο φορτηγό όχημα που διαθέτει βυτίο για τη μεταφορά υγρών σε μεγάλες ποσότητες: Σύγκρουση βυτιοφόρου με επιβατικό αυτοκίνητο. || (ως επίθ.): ~ όχημα.
[λόγ. βυτί(ον) -ο- + -φόρον, ουδ. του -φόρος]