Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βυσσοδομώ [visoδomó] Ρ10.9α : (λόγ.) σχεδιάζω κρυφά και ύπουλα κτ. κακό για κπ.· μηχανορραφώ: Οι εχθροί της δημοκρατίας βυσσοδομούν αδιάκοπα.
[λόγ. < μσν. βυσσοδομώ < αρχ. βυσσοδομ(εύω) `οικοδομώ στο βάθος΄ μεταπλ. -ώ]