Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βυσσινιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυσσινιά η [visiná] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο του οποίου καρπός είναι το βύσσινο.

[βύσσιν(ο) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go