Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βυθομετρώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυθομετρώ [viθometró] -ούμαι Ρ10.9 : μετρώ με ειδικά μηχανήματα και συσκευές το βάθος θάλασσας, λίμνης, ποταμού κτλ. σε μια ορισμένη θέση.

[βυθο- + -μετρώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες