Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βυθοκόρος ο [viθokóros] Ο18 : πλωτός μηχανικός εκσκαφέας που χρησιμοποιείται για να εκβαθύνει ή να καθαρίσει τον πυθμένα θαλασσών, ποταμών ή λιμνών.
[λόγ. βυθο- + αρχ. ρ. κορ(έω) `σκουπίζω΄ -ος κατά το νεωκόρος μτφρδ. γαλλ. cure-mἄle]