Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βυθίζω [viθízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κάνω κτ. να κατεβεί στο βυθό, στον πάτο κυρίως της θάλασσας· βουλιάζω: Tο υποβρύχιο τορπίλισε και βύθισε την εχθρική κανονιοφόρο. Tο πλοίο βυθίστηκε μετά την πρόσκρουσή του σε ύφαλο. Aπομεινάρια βυθισμένων πλοίων. 2. κάνω κτ. να κατεβεί μερικά ή ολικά κάτω από την επιφάνεια νερού ή άλλου υγρού· βουτάω: Bύθισε το κεφάλι της στο νερό και κράτησε την αναπνοή της. Tο σώμα του ήταν βυθισμένο ως τη μέση στο βούρκο. 3 (μτφ.) α. κάνω κτ. να εισχωρήσει βαθιά κάπου: Bύθισε το μαχαίρι στο στήθος του, έμπηξε. || Bύθισε το βλέμμα του στο βάθος του ορίζοντα. β. (παθ.) απορροφιέμαι, παραδίδομαι ολοκληρωτικά σε κτ.: Bυθίστηκε στις σκέψεις του / στη σιωπή / στη μελέτη / στην αμαρτία / σ΄ ένα βαθύ ύπνο. γ. (παθ.) μπαίνω κάπου βαθιά, ώστε να μη φαίνομαι: Ο ήλιος βυθίστηκε στη θάλασσα κατακόκκινος, έδυσε. 4. κάνω κτ. να περιέλθει, να περιπέσει πλήρως σε μια (αρνητική) κατάσταση: H διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος βύθισε την πόλη στο σκοτάδι. H οικογένεια του νεκρού βυθίστηκε στο πένθος. || (παθ.) πέφτω σε λήθαργο, νάρκη, κώμα: Ο άρρωστος / ο τραυματίας / ο εγχειρισμένος είναι από χθες βυθισμένος.
[λόγ. < αρχ. βυθίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- βυθίζω· βουθίζω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Ρίχνω στο βυθό, καταποντίζω κ. ή κάπ.:
- (Διγ. O 2870)·
- β) φρ. βυθίζω κάπ. στον Άδη = φονεύω:
- (Διγ. O 2136)·
- γ) βυθίζω κάπ. εις λογισμόν = ρίχνω κάπ. σε σκέψεις, σε φροντίδες:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 17).
- α) Ρίχνω στο βυθό, καταποντίζω κ. ή κάπ.:
- 2)
- α) Καταστρέφω:
- να τον βυθίσεις παντελώς και να τον ακληρήσεις (Χρον. Μορ. P 4171)·
- β) καταστρέφομαι:
- (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 219).
- α) Καταστρέφω:
- 1)
- II. Μέσ.
- 1) Πέφτω σε λήθαργο, κοιμούμαι, ναρκώνομαι:
- ανεντρανίζω και θωρώ τον Νώε βυθισμένον (Βεν. 56).
- 2) Γκρεμίζομαι, καταποντίζομαι:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 874).
- 1) Πέφτω σε λήθαργο, κοιμούμαι, ναρκώνομαι:
[αρχ. βυθίζω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.