Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βυζαντινολογικός -ή -ό [vizandinolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη βυζαντινολογία1: Bυζαντινολογικό συνέδριο.
[λόγ. βυζαντινολογ(ία) -ικός]