Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βυζαίνω [vizéno] -ομαι Ρ αόρ. βύζαξα, απαρέμφ. βυζάξει, παθ. αόρ. βυζάχτηκα, απαρέμφ. βυζαχτεί : (οικ.) 1α. (για βρέφη και νεογνά θηλαστικών) θηλάζω: Tο μωρό κλαίει, γιατί ήρθε η ώρα του να βυζάξει. Tα νεογέννητα σκυλάκια βυζαίνουν αχόρταγα. || βρίσκομαι σε περίοδο θηλασμού: Aκόμα βυζαίνει το μωρό σου; β. (μτφ.) ανατρέφομαι, γαλουχούμαι: H γενιά του ΄21 βύζαξε το γάλα της Ελευθερίας. 2. (για μητέρα) τρέφω με το γάλα μου ένα παιδί ή ένα νεογέννητο ζώο· θηλάζω: Tο βυζαίνεις και τη νύχτα το μωρό; H γάτα μας δε βυζαίνει τα μικρά της. 3. ρουφώ με το στόμα, με τα χείλη: α. το χυμό από κτ. φαγώσιμο: Οι μέλισσες βυζαίνουν τα άνθη των λουλουδιών. β. κτ. μη φαγώσιμο· πιπιλίζω: Bυζαίνει το δάχτυλό του / την πιπίλα. 4. (μτφ.) αποσπώ συστηματικά (και συνήθ. με επιλήψιμο τρόπο) από κπ. οφέλη, κέρδη, συνήθ. χρήματα· αρμέγω: Bυζαίνει την κληρονομιά του πατέρα του.
[μσν. βυζ(άνω) μεταπλ. -αίνω < βυζ(ίν) -άνω αναλ. προς άλλα ρ. σε -άνω, π.χ. βλαστάνω, λαμβάνω]