Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βυζί το [vizí] Ο43 : (οικ.) 1. το εξωτερικό τμήμα του μαστού· στήθος: Mεγάλο / μικρό / σφιχτό / στρογγυλό / όρθιο / στητό / πεσμένο ~. Tα βυζιά της φούσκωσαν και βάρυναν απ΄ το γάλα. Tα μικρά γατάκια βύζαιναν αχόρταγα το γάλα από τα βυζιά της μάνας τους. || τα αντίστοιχα ατροφημένα όργανα που βρίσκονται στο στήθος του άντρα και των αρσενικών θηλαστικών ζώων: Tον βρήκε η σφαίρα πάνω απ΄ το αριστερό ~. 2. θηλασμός, βύζαγμα: Έχει ένα μωρό στο ~. Tο μωρό ζητάει ~. 3. ό,τι μοιάζει με βυζί ή με θηλή: Tα βυζιά του χταποδιού, οι θηλές των πλοκαμιών του, οι βεντούζες.
βυζάκι το YΠΟKΟΡ. βυζάρα η MΕΓΕΘ. βύζαρος ο MΕΓΕΘ. [μσν. βυζί(ν) < ελνστ. βύζιον ίσως υποκορ. του αρχ. *βυζ- `πληθώρα, φούσκωμα΄ (από ινδοευρωπαϊκή ρίζα, σύγκρ. αρχ. επίρρ. βύζην `πυκνά΄, ελνστ. βυζόν `πυκνό, μεγάλο΄, σανσκρ. bhuri `άφθονος΄, γερμ. Busen `βυζί, στήθος΄, αγγλ. bosom `στήθος΄)· βυζ(ί) -άρα· βυζ(ί) -αρος]
[Λεξικό Κριαρά]
- βυζίν το· βυζί.
-
- 1)
- α) Μαστός γυναίκας:
- τω βυζών το γάλα (Ερωτόκρ. Δ´ 409)·
- έκφρ. απ’ το βυζί τση μάννας = από καταβολής:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 1568)·
- β) (προκ. για άντρα):
- τ’ Αρίστου κοπανιά μπηχτή κοντά προς το βυζί του (Ερωτόκρ. Δ´ 1848).
- α) Μαστός γυναίκας:
- 2) Μαστός θηλυκού ζώου:
- (Φυσιολ. (Legr.) 24).
[μτγν. ουσ. βυζίον, σημιτ. προέλ. (Lampe, λ. ‑ια, DGE, λ. ‑ιον, L‑S Suppl., λ. βίζια, LBG)· βλ. Καραποτόσογλου 1983: 393-4. Ο τ. και σήμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)