Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βυζάνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βυζάνω· μτχ. βυζανόμενος· βυζανούμενος.
  • 1) Ρουφώ, απομυζώ:
    • από τες φλέβες του συχνά το αίμα εβύζανά του (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [14]).
  • 2) (Προκ. για βρέφος ή θηλαστικό ζώο) θηλάζω:
    • (Αλεξ. 1970).
  • 3) (Προκ. για μητέρα) θηλάζω:
    • (Ερωτόκρ. Α´ 430).
  • 4) Τρέφω, ταΐζω (κάπ.):
    • εβύζασέ τον μέλι (Πεντ. Δευτ. XXXII 13).
  • 5) (Μεταφ.) καρπώνομαι, απολαμβάνω:
    • γλυκότην να βυζάσεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [192]).
  • Οι μτχ. βυζανόμενος και βυζανούμενος ως επίθ. = που θηλάζει:
    • νήπιον βυζανόμενον (Χούμνου, Κοσμογ. 356).

[<ουσ. βυζίν + κατάλ. άνω. Η λ. τον 6. αι., στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες