Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βυζάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βυζάκι το.
  • Μαστός (θωπευτ.):
    • (Πανώρ. Α´ 81).

[<ουσ. βυζί + κατάλ. άκι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες