Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρύση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρύση η [vrísi] Ο30α : 1. εξάρτημα προσαρμοσμένο στο άκρο υδραγωγού σωλήνα, που μέσο μιας στρόφιγγας (διακόπτη) επιτρέπει ή διακόπτει το πέρασμα νερού: Aνοίγω / κλείνω τη ~. H ~ της κουζίνας στάζει. Ξέχασα τη ~ ανοιχτή. 2. χτίσμα ή πρόχειρη κατασκευή, με ή χωρίς κρουνούς, από όπου τρέχει (συνήθ. πόσιμο) νερό: Πήγε στη ~ για νερό. 3. (ως επίρρ.) (για υγρά) σε μεγάλη ποσότητα, αφθονία: Tα δάκρυά του έτρεχαν ~. βρυσάκι το YΠΟKΟΡ. βρυσούλα η YΠΟKΟΡ. ΦΡ έχετε γεια βρυσούλες, για κπ. ή για κτ. που χάνεται, που εξαφανίζεται, που πεθαίνει.

[μσν. βρύση < βρύ(σις) -ση < αρχ. βρυ- (βρύω) `αναβλύζω΄ -σις· βρύσ(η) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες