Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρύο το [vrío] Ο39 : πόα που φυτρώνει σε υγρά και σκιερά μέρη και καλύπτει τοίχους, κορμούς δέντρων κτλ.· μούσκλο.
[λόγ. < αρχ. βρύον]
[Λεξικό Κριαρά]
- βρύον το· βρυγιό· βρυό.
-
- (Συν. στον πληθ.) θαλάσσια φυτά, φύκια:
- με κύματα άσπρα και θολά, βρυγιά ανακατωμένα (Ερωτόκρ. Α´ 1631).
[αρχ. ουσ. βρύον. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- (Συν. στον πληθ.) θαλάσσια φυτά, φύκια: