Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρόχος ο [vróxos] Ο18 : 1. (παρωχ.) η θηλιά της αγχόνης: Tου πέρασαν το βρόχο στο λαιμό και τον κρέμασαν. 2. (μτφ.) για κτ. που σφίγγει, που πνίγει όπως η θηλιά: Tον έσφιγγε ο ~ του φόβου και της αγωνίας. 3. (ηλεκτρολ.) σύνολο κλάδων ενός δικτύου, η διαδοχή των οποίων συνιστά μια κλειστή διαδρομή.
[λόγ. < αρχ. βρόχος]
[Λεξικό Κριαρά]
- βροχός ο.
-
- Λάκκος γεμάτος νερό:
- (Στάθ. Γ´ 405).
[<βρέχω. Πβ. βρόχος στο LBG. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- Λάκκος γεμάτος νερό:
[Λεξικό Κριαρά]
- βρόχος (I) ο.
-
- Θηλιά ως αγχόνη:
- (Δούκ. 1217).
[αρχ. ουσ. βρόχος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Θηλιά ως αγχόνη:
[Λεξικό Κριαρά]
- βρόχος (II) ο,
- βλ. βόρχος.