Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρόχι
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρόχι το [vróxi] Ο44α (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκότρ.) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται ως παγίδα για τη σύλληψη πτηνών ή μικρών ζώων: Στήνω βρόχια. 2. (μτφ.) παγίδα, πλεκτάνη: Έπεσα στα βρόχια ενός απατεώνα.

[μσν. βρόχι(ον) υποκορ. του αρχ. βρόχ(ος) -ιον]

[Λεξικό Κριαρά]
βρόχι το,
βλ. βρόχιν.
[Λεξικό Κριαρά]
βροχίζω.
  • (Μέσ.) απαγχονίζομαι:
    • δεν τον αφήκε να βροχιστεί να πνιγεί (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 449).

[μτγν. βροχίζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροχικά τα [vroxiká] Ο38 : (οικ.) τα βρογχικά.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. βρογχικός με αποβ. του [n] για προσαρμ. στη δημοτ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βρόχιν το· βρόχι.
  • 1) Αρπάγη, παγίδα:
    • Θέτω τα βρόχια εις την γην και πιάνω ωραιόν περδίκιν (Ερωτοπ. 235).
  • 2) (Μεταφ.) τα θέλγητρα με τα οποία παγιδεύεται κάπ.:
    • (Ερωτόκρ. Α´ 327).

[<ουσ. βρόχος (I) + κατάλ. ι(ο)ν. Τ. ιον σε Γλωσσάρ. (LBG, λ. ίον). Ο τ. στο Βλάχ. (ια) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρόχινος -η -ο [vróxinos] Ε5 : (κυρ. για το νερό) που προέρχεται από βροχή: Bρόχινο νερό.

[βροχ(ή) -ινος]

[Λεξικό Κριαρά]
βροχισμός ο,
βλ. βρυχισμός.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες