Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρόντος ο [vróndos] Ο18 : πολύ δυνατός κρότος: Tο σπίτι γκρεμίστηκε με μεγάλο βρόντο. Έκλεισε την πόρτα με βρόντο. Ο ~ των κανονιών. ΦΡ στο βρόντο, μάταια, άσκοπα, στα χαμένα: Mιλάει στο βρόντο. Οι κόποι μου / τα λόγια μου / οι συμβουλές μου / όλα πήγαν στο βρόντο.
[βροντ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βροντόσαυρος ο [vrondósavros] Ο20α : (παλαιοντ.) είδος γιγάντιου φυτοφάγου δεινόσαυρου.
[λόγ. < νλατ. brontosaur(us) -ος < bronto- = βροντο- + αρχ. σαῦρος `σαύρα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- βροντοσεισμολόγιον το.
-
- Βιβλίο μαντικής που βασίζεται στα φυσικά φαινόμενα (κεραυνούς και σεισμούς):
- (Κώδ. Πάτμου I 163).
[<συμφ. των ουσ. βροντολόγιον + σεισμολόγιον. Η λ. στο LBG]
- Βιβλίο μαντικής που βασίζεται στα φυσικά φαινόμενα (κεραυνούς και σεισμούς):