Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρόντημα το [vróndima] Ο49 : 1. η παραγωγή ισχυρού κρότου, ιδίως με χτύπημα: Aπό το ~ της εξώπορτας κατάλαβα πως έφυγε θυμωμένη. 2. ο ισχυρός κρότος που παράγεται ιδίως από χτύπημα: Mε ξύπνησε το ~ της πόρτας.
[μσν. βρόντημα < βροντη- (βροντώ) -μα (πρβ. αρχ. βρόντημα `βροντή΄)]