Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βρόμος (I) ο.
-
- Βρόμη, τροφή των ζώων:
- (Κυνοσ. 59421).
[αρχ. ουσ. βρόμος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑η)]
- Βρόμη, τροφή των ζώων:
[Λεξικό Κριαρά]
- βρόμος (II) ο.
-
- 1)
- α) Άσχημη μυρωδιά:
- του γέρο η αγκαλιά χνότο και βρόμο εβγάνει (Φορτουν. Β´ 378)·
- β) ακαθαρσία:
- (Ερωτόκρ. Ε´ 805).
- α) Άσχημη μυρωδιά:
- 2) Αισχρολογία:
- μηδέ εξερχέτω βρόμος από το στόμα σου (Σπανός A 81).
- 3) Κοιλότητα του καραβιού όπου μαζεύονται βρόμικα νερά:
- στην κοιλίαν του καραβιού, στον βρόμον εκατέβη (Απολλών. 620).
[αρχ. ουσ. βρόμος. Πβ. και βρώ‑. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- βρόμος (ΙΙΙ), επίθ.
-
- Ακάθαρτος:
- (Φορτουν. Β´ 446).
[<ουσ. βρόμα + κατάλ. ‑ος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. βρώ‑)]
- Ακάθαρτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρομόσκυλο το [vromóskilo] Ο41 : 1. βρόμικο, ακάθαρτο σκυλί και μειωτικά για οποιοδήποτε σκυλί· κοπρόσκυλο: Mε τρόμαξε το ~ με τα γαβγίσματά του. 2. (μτφ., υβρ.) αισχρός, κακός άνθρωπος, παλιάνθρωπος, αλήτης: Εγώ τον εμπιστεύτηκα κι αυτό το ~ με κατάκλεψε.
[μσν. ο βρομόσκυλος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. < βρομο- + σκύλος]
[Λεξικό Κριαρά]
- βρομόσκυλος ο.
-
- Σκύλος ακάθαρτος (υβριστ.):
- (Μαρκάδ. 176).
[<ουσ. βρόμα + σκύλος. Πβ. το σημερ. βρομόσκυλο το]
- Σκύλος ακάθαρτος (υβριστ.):
[Λεξικό Κριαρά]
- βρομοστενίτισσα η.
-
- Γυναίκα που κατοικεί στους οικισμούς των παραλίων του στενού του Βοσπόρου·
- (εδώ υβριστ. προκ. για το πουλί αίφυια, για τη σημασ. βλ. Τσαβαρή, Πουλολ., σ. 100, 341, 388):
- (Πουλολ. 138).
- (εδώ υβριστ. προκ. για το πουλί αίφυια, για τη σημασ. βλ. Τσαβαρή, Πουλολ., σ. 100, 341, 388):
[<ουσ. βρόμα + Στενίτισσα (θηλ. του Στενίτης, βλ. ά.)]
- Γυναίκα που κατοικεί στους οικισμούς των παραλίων του στενού του Βοσπόρου·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρομόστομα το [vromóstoma] Ο49 : μειωτικός χαρακτηρισμός για στόμα και με επέκταση πρόσωπο, που εκστομίζει αισχρά, χυδαία ή συκοφαντικά λόγια· βρομόγλωσσα: Kλείσε επιτέλους το βρομόστομά σου!
[βρομο- + στόμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- βρομόστομος, επίθ.
-
- Που βρομά το στόμα του (υβριστ.):
- (Πουλολ. 43).
[<ουσ. βρόμα + στόμα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Που βρομά το στόμα του (υβριστ.):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρομόστομος -η -ο [vromóstomos] Ε5 : που εκστομίζει αισχρά, χυδαία ή συκοφαντικά λόγια· βρομόγλωσσος. || (ως ουσ.) ο βρομόστομος.
[μσν. βρομόστομος < βρομο- + στόμ(α) -ος ή βρομόστομ(α) -ος]