Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρόμιο το [vrómio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : αμέταλλο χημικό στοιχείο με δυσάρεστη οσμή.
[λόγ. < γαλλ. brom -ιον < αρχ. βρῶμος `βρόμα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- βρόμιος, επίθ.
-
- Που αναδίδει άσχημη μυρωδιά, δυσώδης:
- τον βρόμιον Άδη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [204]).
- Το ουδ. ως ουσ. = βρόμικο πράγμα, ψοφίμι (πβ. βρώμα):
- (Διγ. Άνδρ. 37112).
[<ουσ. βρόμα + κατάλ. ‑ιος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Που αναδίδει άσχημη μυρωδιά, δυσώδης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρόμιος -α -ο [vrómnos] Ε4 : (οικ.) που αναδίδει δυσάρεστη οσμή λόγω αποσύνθεσης: Bρόμια ψάρια / κρέατα.
[μσν. βρόμιος < βρόμ(α) -ιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρομιούχος -α -ο [vromiúxos] Ε4 : που περιέχει βρόμιο: Bρομιούχο νάτριο / κάλιο. Bρομιούχα άλατα.
[λόγ. βρόμι(ον) + -ούχος]