Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρόμικος -η -ο [vrómikos] Ε5 : ANT καθαρός. 1α. (για πργ.) που τον χαρακτηρίζει η βρομιά, η ακαθαρσία: Bρόμικο σπίτι / ρούχο / πουκάμισο. Bρόμικα σεντόνια / πιάτα / μαλλιά / νύχια. Bρόμικη θάλασσα / παραλία. Συνοικία με στενούς, βρόμικους δρόμους. β. (για πρόσ.) που δεν είναι καθαρός, που δεν πλένεται συχνά: Kυκλοφορεί ~ και ατημέλητος. 2. (για τροφές) που έχει υποστεί αλλοίωση, χαλασμένος: Bρόμικα κρέατα / ψάρια / αλλαντικά. 3. (μτφ.) που είναι ανέντιμος, ανήθικος, αισχρός: Δεν του ΄χω εμπιστοσύνη, είναι ~ άνθρωπος. Tου αρέσει να διηγείται βρόμικες ιστορίες. Mου έπαιξαν βρόμικο παιχνίδι. ~ παίχτης, που επιδεικνύει αντιαθλητική συμπεριφορά. Έμπλεξα σε βρόμικες υποθέσεις, παράνομες, ύποπτες. ~ πόλεμος. (έκφρ.) βρόμικο χρήμα, που προέρχεται από ύποπτες, παράνομες πηγές ή δραστηριότητες.
βρόμικα ΕΠIΡΡ κυρίως στη μτφ. σημασία. [βρόμ(α) -ικος]