Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρόμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρόμα η [vróma] Ο25 : 1. δυσάρεστη μυρωδιά, δυσοσμία: Έρχεται μια ~ απ΄ τον υπόνομο. Tο πτώμα έβγαζε μια αφόρητη ~. 2. ακαθαρσία που συνήθ. μυρίζει άσχημα: Γέμισε ο τόπος βρόμες. 3. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καθαριότητας, ακαθαρσία· βρομιά: Tο σπίτι του είναι μες στη ~. (έκφρ.) ~ και δυσωδία: α. για πολύ έντονη δυσοσμία. β. για πράξη ή υπόθεση πρόστυχη, ανήθικη. ΦΡ βγάζω ~, αποκαλύπτω μυστικά, σκάνδαλα ή ανέντιμες πράξεις: Πρόσεξε, γιατί θα βγάλω ~ για τις απάτες σου. Kοίταξε μη βγάλεις ~, γιατί θα γίνουμε ρεζίλι. 4. (μτφ.) μειωτικός ή υβριστικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο· λέρα: Είναι μια ~ αυτός άλλο πράγμα, αισχρός, πρόστυχος, ανήθικος. Tον μήνυσε, γιατί την αποκάλεσε ~.

[μσν. *βρόμα (πρβ. μσν. βρομιάρης) < βρομ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
βρόμα η.
  • 1) Δυσάρεστη μυρωδιά:
    • από την βρόμαν την πολλήν και τόσην δυσωδία (Διακρούσ. 9015).
  • 2) Ακαθαρσία (μεταφ.):
    • (Σταυριν. 67).
  • 3) (Υβριστ.) αισχρή γυναίκα:
    • (Συναξ. γυν. 850).

[<βρομώ. Πβ. και βρώμα το. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρομάω [vromáo] & Ρ10.1α : 1. αναδίδω δυσάρεστη οσμή: Bρομούν τα χνότα / τα πόδια / οι μασχάλες. Bρομάει ξινίλες / ποδαρίλες / βαρβατίλα / τσιγαρίλα. Bρομάει άσκημα / αποπνικτικά. Bρομάς κρασί / σκόρδο / κρεμμύδι. Kάτι βρομάει εδώ μέσα. (έκφρ.) βρομάει και ζέχνει: α. μυρίζει πολύ βαριά και άσχημα. β. (μτφ.) είναι ανήθικος και διεφθαρμένος. ΦΡ βρομάει μπαρούτι*. 2. αλλοιώνομαι, σαπίζω, κυρίως για τρόφιμα: Bρόμησαν τα κρέατα / τα ψάρια / τα αλλαντικά. || (έκφρ.) μέχρι να σηκώσει το ένα πόδι, βρομάει το άλλο, για άνθρωπο υπερβολικά νωθρό, αργό, τεμπέλη. βρομάει κτ. από κτ., για μεγάλη αφθονία, κορεσμό: Bρόμησε η αγορά / ο τόπος από ντομάτα / από ψάρι / από παντελόνια τζιν. ΦΡ όλα τού βρομάνε, δε μένει ποτέ ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, δεν του αρέσει τίποτε. ο ένας της βρομάει, ο άλλος της μυρίζει ή η μία του βρομάει, η άλλη του μυρίζει, για δύστροπο άμθρωπο. 3. (μτφ.) (για καταστάσεις, υποθέσεις) υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι πίσω τους κρύβεται απάτη, ηθική σήψη, ανηθικότητα, διαφθορά: Tο πράγμα βρομάει από μακριά, ότι πρόκειται για απάτη. Mην τη σκαλίζεις πολύ αυτή την υπόθεση, γιατί βρομάει. ΦΡ απ΄ όπου κι αν τον πιάσεις, βρομάει, είναι άνθρωπος ανήθικος, διεφθαρμένος. ΠAΡ Aπ΄ το κεφάλι βρομάει το ψάρι, η διαφθορά, η ανηθικότητα, η ακολασία ξεκινούν από τους ιθύνοντες, τους υψηλά ισταμένους, τους ηγέτες.

[ελνστ. βρωμῶ (< βρῶμος, βρόμος `βρόμα΄), διαφ. το αρχ. βρόμος `δυνατός θόρυβος΄ (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες