Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρόγχος ο [vróŋxos] Ο18 : καθένας από τους δύο σωλήνες του αναπνευστικού συστήματος, που αποτελούν συνέχεια της τραχείας και διακλαδίζονται μέσα στους πνεύμονες: Δεξιός / αριστερός ~. Διάταση / στένωση / απόφραξη βρόγχων.
[λόγ. < αρχ. βρόγχος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρογχοσκόπηση η [vroŋxoskópisi] Ο33 : μέθοδος εξέτασης της τραχείας και των βρόγχων με ειδικούς σωλήνες και με τη βοήθεια τεχνητού φωτός.
[λόγ. < γαλλ. bronchoscopie < broncho- = βρογχο- + -scopie = -σκόπη(σις) -ση]