Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βρυχώμαι· βρουχιέμαι· βρουχούμαι· βρουχώμαι· βρυκώμαι· βρυχούμαι.
-
- 1)
- α) Βρυχιέμαι, μουγκρίζω:
- (Αλεξ. 2919)·
- β) (προκ. για άψυχα):
- Αρχίζουσιν στον πόλεμον, αρμάδα εβρυκάτον (Θρ. Κύπρ. 641).
- α) Βρυχιέμαι, μουγκρίζω:
- 2) Βουΐζω υποχθόνια:
- η γη χαμαί ’βρυκάτον (Θρ. Κύπρ. 765).
- 3) Κλαίω γοερά, θρηνώ:
- (Ιμπ. 195)·
- βρυχάται από ψυχής, κλαίει από καρδίας (Ιμπ. 840).
[αρχ. βρυχάομαι. Οι τ. βρουχιέμαι, βρουχούμαι, βρυχούμαι και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)