Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρυχηθμός ο [vrixiθmós] Ο17 : η κραυγή, το μούγκρισμα μερικών άγριων θηρίων και ιδίως του λιονταριού.
[λόγ. < ελνστ. βρυχηθμός (για το λιοντάρι), αρχ. (για το ρόχθο της θάλασσας)]