Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρυγμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βρυγμός ο.
  • 1) Το τρίξιμο των δοντιών:
    • (Διγ. Z 1086).
  • 2) Βρυχηθμός:
    • (αυτ. 1420).

[αρχ. ουσ. βρυγμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες