Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βροχοποιός ο [vroxopiós] Ο17 : αυτός που με διάφορα μέσα (ισχυρίζεται ότι) μπορεί να προκαλέσει βροχή σε περιόδους ξηρασίας.
[λόγ. βροχο-1 + -ποιός μτφρδ. αγγλ. rain maker]