Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βροντόσαυρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροντόσαυρος ο [vrondósavros] Ο20α : (παλαιοντ.) είδος γιγάντιου φυτοφάγου δεινόσαυρου.

[λόγ. < νλατ. brontosaur(us) -ος < bronto- = βροντο- + αρχ. σαῦρος `σαύρα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες