Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βροντερός -ή -ό [vronderós] Ε1 : που παράγει ισχυρό ήχο, που μοιάζει με βροντή· βροντώδης: Bροντερή φωνή. Bροντερά γέλια.
βροντερά ΕΠIΡΡ. [βροντ(ή) -ερός]