Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βροντίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βροντίζω.
  • Μπουμπουνίζω, κάνω θόρυβο σαν της βροντής:
    • (Κρασοπ. AO 29).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = πολύ δυνατός, βροντερός:
    • φωνήν … βροντισμένην (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1095]).

[<αόρ. του βροντώ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες