Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βροντή η [vrondí] Ο29 : ο ισχυρός και παρατεταμένος κρότος που συνοδεύει την αστραπή ή τον κεραυνό· μπουμπουνητό: Οι αστραπές κι οι βροντές με φοβίζουν πολύ. || (επέκτ.) για κάθε ισχυρό κρότο: Aκούστηκε μια τρομερή ~ κι όλοι βγήκαν απ΄ τα σπίτια τους τρομαγμένοι. Οι βροντές των κανονιών.
[αρχ. βροντή]
[Λεξικό Κριαρά]
- βροντή η.
-
- 1) Ο ισχυρός κρότος που συνοδεύει την αστραπή και τον κεραυνό:
- (Ζήν. Ε´ 15)·
- (σε μεταφ.):
- τα δάκρυα του είχεν ποταμούς, βροντάς τους στεναγμούς του (Λίβ. Esc. 3804).
- 2) Κάθε ισχυρός κρότος:
- Φωνές, βροντές και μπαλοτιές, άνθρωπος να δακρύσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1703).
[αρχ. ουσ. βροντή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ο ισχυρός κρότος που συνοδεύει την αστραπή και τον κεραυνό:
[Λεξικό Κριαρά]
- βροντηδόν, επίρρ.
-
- Βροντερά, δυνατά:
- βροντηδόν αναστενάζων (Ερμον. Ξ 105b).
[μτγν. επίρρ. βροντηδόν]
- Βροντερά, δυνατά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρόντημα το [vróndima] Ο49 : 1. η παραγωγή ισχυρού κρότου, ιδίως με χτύπημα: Aπό το ~ της εξώπορτας κατάλαβα πως έφυγε θυμωμένη. 2. ο ισχυρός κρότος που παράγεται ιδίως από χτύπημα: Mε ξύπνησε το ~ της πόρτας.
[μσν. βρόντημα < βροντη- (βροντώ) -μα (πρβ. αρχ. βρόντημα `βροντή΄)]