Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρομόστομος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βρομόστομος, επίθ.
  • Που βρομά το στόμα του (υβριστ.):
    • (Πουλολ. 43).

[<ουσ. βρόμα + στόμα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρομόστομος -η -ο [vromóstomos] Ε5 : που εκστομίζει αισχρά, χυδαία ή συκοφαντικά λόγια· βρομόγλωσσος. || (ως ουσ.) ο βρομόστομος.

[μσν. βρομόστομος < βρομο- + στόμ(α) -ος ή βρομόστομ(α) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες