Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρομόκαιρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρομόκαιρος ο [vromókeros] Ο20 : (προφ.) πολύ άσχημος καιρός, συνήθ. με κρύο, βροχή, αέρα.

[βρομο- + καιρ(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες