Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρομούσα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρομούσα η [vromúsa] Ο25α : I. ονομασία διάφορων φυτών με δυσάρεστη οσμή. II. ονομασία διάφορων εντόμων με δυσάρεστη οσμή.

[μσν. βρομούσα θηλ. μεε. του ρ. βρομ(ώ) -ούσα]

[Λεξικό Κριαρά]
βρομούσα η.
  • Αυτή που είναι ακάθαρτη (υβριστ.):
    • (Περί γέρ. 98
    • (μεταφ.) ανήθικη, χυδαία γυναίκα:
      • (Πουλολ. 40).

[<βρομώ + κατάλ. ούσα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες