Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρομοδουλειά η [vromoδulá] Ο24 : χαρακτηρισμός για μια ενέργεια, πράξη ή υπόθεση: α. που είναι ανήθικη, ύποπτη, επιλήψιμη: Kάποια ~ κρύβεται εδώ. Mπλέχτηκε σε βρομοδουλειές και τον κυνηγάει η αστυνομία. β. που δημιουργεί προβλήματα, δυσκολίες: Mου σκάρωσαν μια ~ κι ακόμα τραβιέμαι.
[βρομο- + δουλειά]