Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρομιούχος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρομιούχος -α -ο [vromiúxos] Ε4 : που περιέχει βρόμιο: Bρομιούχο νάτριο / κάλιο. Bρομιούχα άλατα.

[λόγ. βρόμι(ον) + -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες